- μουσικός
- musicien
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
μουσικός — musical masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσικός — ή, ό, θηλ. και ος μόνο ως ουσ. (ΑΜ μουσικός, ή, όν, Α δωρ. τ. μωσικός, ά, όν) [μούσα (Ι)] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μουσική τέχνη (α. «μουσική σύνθεση» β. «θέατρα ποιητῶν καὶ κύκλιοι χοροὶ καὶ μουσικὰ ἀκούσματα», Πλάτ.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
μουσικός — ή, ό 1. αυτός που ακούγεται ευχάριστα, ο αρμονικός, ο μελωδικός: Μουσικός ήχος. 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μουσική: Μουσικό όργανο. – Μουσική εκδήλωση. ο, η ο καλλιτέχνης που ασχολείται με τη μουσική, ο μουσικοσυνθέτης, ο εκτελεστής:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μουσικώτερον — μουσικός musical adverbial comp μουσικός musical masc acc comp sg μουσικός musical neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωσικά — μουσικός musical neut nom/voc/acc pl (doric) μωσικά̱ , μουσικός musical fem nom/voc/acc dual (doric) μωσικά̱ , μουσικός musical fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσικωτέρων — μουσικός musical fem gen comp pl μουσικός musical masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσικόν — μουσικός musical masc acc sg μουσικός musical neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσικώτατα — μουσικός musical adverbial superl μουσικός musical neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσικώτατον — μουσικός musical masc acc superl sg μουσικός musical neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωσικόν — μουσικός musical masc acc sg (doric) μουσικός musical neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακομπανιαμέντο — Μουσικός όρος. Βλ. λ. μουσική συνοδεία. * * * (Μουσ.) ρυθμική συνοδεία* φωνητική ή οργανική μιας μελωδιάς … Dictionary of Greek